ἐγχειριδίου

ἐγχειριδίου
ἐγχειρίδιον
in the hand
neut gen sg
ἐγχειρίδιος
in the hand
masc/fem/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κἀγχειριδίου — ἐγχειριδίου , ἐγχειρίδιον in the hand neut gen sg ἐγχειριδίου , ἐγχειρίδιος in the hand masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ADULTERA — priusquam convincitur, suspecta est: dequae Lex sic sonar Numer. c. 5. v. 12. Si viri cuiuscumque uxor declinaverit, et immunda Facita fuerit adduct vir ille uxorme suam ad Sacerdotem, adducatque cum ea sacrisicium pro ea adducet itaque illam… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • γραμματικοσυνθέτης — ο συντάκτης εγχειριδίου γραμματικής. [ΕΤΥΜΟΛ. < γραμματική + συνθέτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1809 στον Αδάμ. Κοραή] …   Dictionary of Greek

  • ιππιατρικός — ή, ό (ΑΜ ἱππιατρικός, ή, όν, Μ θηλ. και ἱπποϊατρική) [ιππίατρος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη θεραπεία τών αλόγων 2. το θηλ. ως ουσ. η ιππιατρική κλάδος τής κτηνιατρικής που έχει αντικείμενο τη διάγνωση και θεραπεία διαφόρων παθήσεων που… …   Dictionary of Greek

  • παλαιογραφία — Επιστήμη η οποία με βάση τα παλιά χειρόγραφα μελετά την εξέλιξη της γραφής. Η π. εμφανίστηκε τον 17o αι. ως κλάδος της διπλωματικής και είχε ως σκοπό την ταξινόμηση των ποικίλλων τύπων γραφής χρονολογικά και μορφολογικά, ώστε να είναι ευχερής ο… …   Dictionary of Greek

  • σπαθί — Με τη λέξη αυτή χαρακτηρίζουμε δύο όπλα, το «ξίφος» και τη «σπάθη», που ουσιαστικά συγχέονται μεταξύ τους γι’ αυτό και δεν υπάρχει μεταξύ τους σαφής διάκριση. Γενικά «ξίφη» λέγονται εκείνα που είναι τροχισμένα και από τις δύο κόψεις και… …   Dictionary of Greek

  • Γκάντι, Άνιολο — (AgnoloGaddi, 1350; – 1396).Ιταλός ζωγράφος. Ήταν γιος του Φλωρεντινού ζωγράφου Ταντέο Γκάντι. Φιλοτέχνησε τις Ιστορίες της Αγίας Ζώνης της Παναγίας στη μητρόπολη του Πράτο και τις νωπογραφίες της αψίδας (περ. 1390) με θέμα τον θρύλο του Σταυρού… …   Dictionary of Greek

  • Διονύσιος εκ Φουρνά — (Φουρνά Αγράφων 1670; – 1744). Μοναχός και ζωγράφος. Είναι γνωστός κυρίως από το βιβλίο του Ερμηνεία της ζωγραφικής τέχνης. Από τον βιογράφο του, Θεοφάνη Αγράφων, γνωρίζουμε ότι o Δ. πήγε στο Άγιον Όρος σε ηλικία 16 ετών, έγινε μοναχός και… …   Dictionary of Greek

  • Ευκλείδης, Σπυρίδων — (Αθήνα 1848 – 1918). Δικηγόρος και νομικός συγγραφέας. Εκτός από διάφορες διατριβές και γνωμοδοτήσεις που δημοσίευσε σε νομικά περιοδικά, υπήρξε κυρίως συγγραφέας του κλασικού εγχειριδίου Η Πολιτική Δικονομία ως ισχύει εν Ελλάδι, που εκδόθηκε από …   Dictionary of Greek

  • Ιουστινιανός — Όνομα δύο αυτοκρατόρων του Βυζαντίου. 1. I. A’ (483 – 565). Βυζαντινός αυτοκράτορας (527 565). Ήταν ανιψιός και διάδοχος του αυτοκράτορα Ιουστίνου, ο οποίος φρόντισε για τη μόρφωσή του. Ο Ιουστίνος έδωσε στον Ι. το ανώτατο αξίωμα του υπάτου και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”